σιφωνογαμία

σιφωνογαμία
η, Ν
βοτ. γονιμοποίηση με τη μεσολάβηση ενός σίφωνα, ενός γυρεοσωλήνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. siphonogamy < σίφωνας + γάμος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”